- οξυγονοκολλώ
- -άωσυγκολλώ μεταλλικά τεμάχια με τη χρήση οξυακετυλινικής φλόγας.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυγόνο + κολλώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek
οξυγονοκολλητής — ο [οξυγονοκολλώ] ειδικός τεχνίτης που ασχολείται με την οξυγονοκόλληση … Dictionary of Greek
οξυγονοκόλληση — Είδος αυτογενούς συγκόλλησης, που πραγματοποιείται με τη βοήθεια οξυακετυλενικής φλόγας. Η φλόγα αυτή παρέχεται από καμινευτήρα αυλό και οφείλει την ονομασία της στο γεγονός ότι η θερμότητα που χρειάζεται παρέχεται με καύση ακετυλένιου σε… … Dictionary of Greek